- σκοπεῖα
- σκοπ-εῖα, τά, Astron.,A instruments of observation, Procl.Hyp.4.48.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκοπεῖα — instruments of observation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοπείον — τὸ, Α [σκοπός / σκοπεύω] συν. στον πληθ. τὰ σκοπεῑα αστρονομικό όργανο παρατήρησης … Dictionary of Greek
σπλαγχνοσκοπία — η, ΝΜΑ, και σπλάγχνο σκοπεία Μ η μαντεία που γινόταν με εξέταση τών σπλάγχνων τού ζώου το οποίο προσφέρθηκε στη θυσία, αλλ. ιεροσκοπία νεοελλ. ιατρ. μακροσκοπική εξέταση τών σπλάγχνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλάγχνα + σκοπιά (< σκόπος < σκοπός < … Dictionary of Greek